- μοσχοτομέα
- μοσχο-τομέα, ἡ, (μόσχος A)A osier-bed, IG9(1).61.34 (Daulis, ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοσχοτομέα — μοσχοτομέα, ἡ (Α) [μόσχος (II)] τόπος πυκνοφυτεμένος με ιτιές … Dictionary of Greek